-
1 κατοπιν
Iadv. [ὄψ]1) сзади, позади(διώκειν τινά Xen.)
2) после, затемἡ κ. ἡμέρα Polyb. — следующий день
II1) позади, (вслед) за(κ. δὲ ἡμῶν ἐπεισῆλθον ὅ Ἀλκιβιάδης Plat.)
2) после(κ. ἑορτῆς Plat.)
-
2 κατόπιν
κατόπινbehind: indeclform (adverb) -
3 κατόπιν
A behind, after, Hp.Mul.1.12, Th.4.32, X.Cyr. 1.4.21: c.gen., Ar.Eq. 625, Pl.Prt. 316a;κ. ἐπὶ τῷ στόλῳ Plb.1.50.5
;ἐκ τῶν κ. Id.2.67.2
: metaph., κ. χωρεῖν τῶν εἰργασμένων fall short of, fail in describing, Chor.p.23 B.II of Time, after, hereafter, f.l. in Thgn.280;εὐθὺς κ. Thphr.HP7.13.7
; κ. ἑορτῆς ἥκομεν 'too late for the fair', Pl.Grg. 447a; ἡ κ. [ἡμέρα] Plb.1.46.7, Phld.Ind.Sto.19;ὁ κ. ἐνιαυτός Plu.Cam.43
;σε μένει καὶ κ. δάκρυα AP9.70
(Mnasalc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόπιν
-
4 κατόπιν
κατ-όπισθε, u. κατ-όπιν, (1) vom Ort: hinterher, hinterdrein, im Rücken. (2) von der Zeit: hintennach, in Zukunft; κατόπισϑε λιπέσϑαι, nachgelassen werden, hinterbleiben. (3) vom Range; ἁ δ' ἀρετὰ κατόπισϑεν ϑνατοῖς ἀμελεῖται, wird hintenangesetzt und vernachlässigt -
5 κατόπιν
потоаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατόπιν
-
6 κατόπιν αιτήματος
по барањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατόπιν αιτήματος
-
7 κατόπιν
subsequentlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατόπιν
-
8 Κάνει τον έξυπνο κατόπιν εορτής
– Του Ρωμιού η γνώση ύστερα του 'ρχεται• Задним умом крепок• Мужик задним умом крепокИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάνει τον έξυπνο κατόπιν εορτής
-
9 akabinde
κατόπιν, ξωπίσω -
10 заказ
η παραγγελί/α, η εντολήобъём - а όγκος/ποσότητα της - αςгосударственный - κρατική/δημόσια -предварительный - προκαταρκτική/δοκιμαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заказ
-
11 κατ-όπιν
κατ-όπιν, = Folgdm, nach Moeris attisch für das hellenistische ὄπισϑεν; Theogn. 280; Hippocr.; κατόπιν τούτους ἐδίωκον Xen. Cyr. 1, 4, 21; öfter bei Pol. u. Sp.; – τινός, Ar. Equ. 625; Plat. Prot. 316 a; Plut. Camill. 34 u. Sp.; ἡμέραν τῆς μάχης τὴν κατόπιν D. Hal. 3, 22; vgl. Pol. 1, 46, 7.
-
12 κατοπισθε
-
13 κατοπισθεν
-
14 впоследствии
-
15 вслед
вслед κατόπιν, ύστερα από идти \вслед за кем-л. Ακολουθώ κάποιον ◇\вслед за тем σε συνέχεια, ύστερα απ'αυτό* * *κατόπιν, ύστερα απόидти́ вслед за кем-л. — ακολουθώ κάποιον
••вслед за тем — σε συνέχεια, ύστερα απ'αυτό
-
16 затем
-
17 после
после 1. нареч. κατόπιν, ύστερα, έπειτα· об этом мы поговорим \после γι* αυτό θα μιλήσουμε αργότερα 2. предлог ύστερα από, μετά· \после обеда το απόγευμα· \после лекция μετά τη διάλεξη· \после всех ύστερα απ* όλους* * *1. нареч.κατόπιν, ύστερα, έπειτα2. предлогоб э́том мы поговори́м по́сле — γι; 'αυτό θα μιλήσουμε αργότερα
ύστερα από, μετάпо́сле обе́да — το απόγευμα
по́сле ле́кции — μετά τη διάλεξη
по́сле всех — ύστερα απ' όλους
-
18 потом
-
19 εορτή
η праздник, торжество, празднество;ονομαστική εορτή — именины;
εθνική εορτή — национальный праздник;
§ κατόπιν εορτης — слишком поздно;
έρχομαι κατόπιν εορτής — приходить X шапочному разбору
-
20 о...
о..., об..., обо..., объ...1. κατεύθυνση της ενέργειας γύρω, περί, πέριξ ή σε όλη την επιφάνεια ή σε όλες τις πλευρές του αντικειμένου: обежать, огородить, охватить, оскоблить, окопать, осмотреть.2. κατεύθυνση της κίνησης κοντά, πλησίον του αντικειμένουπαρακάμπτοντας.3. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα: обегать, одарить, отделить, объехать.4. υπεροχή• ξεπέρασμα: обогнать, обыграть.5. υπέρμετρη ενέργεια, υπερβολή, πλεονασμός: окормить, опоить, опиться.6. ζημιά, βλάβη, απάτη κατά την ενέργεια: обвесить, обмерить, обсчитать.7. (με ρ. σε «-ся») ύπαρξη λαθών ή αστοχίας: оступиться, оговориться, ослышаться.8. εφοδιασμός με κάτι κατόπιν ενέργειας: озеленить, оснастить, отакелажить.9. μετατροπή σε...., πρόσδοση ιδιότητας, ποιότητας• σχηματισμός: облагородить, обогатить, опечалиться, ослепить, осложнить.10. επίτευξη αποτελέσματος κατόπιν ενέργειας: оглохнуть, омереть, окаменеть, озвереть, ослепнуть.
См. также в других словарях:
Κατόπιν ἑορτῆς. — κατόπιν ἑορτῆς. См. К шапочному разбору … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κατόπιν — behind indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόπιν — και κατόπι (ΑΜ κατόπιν, Μ και κατόπι) επίρρ. 1. τοπ. έπειτα από κάποιον άλλο στη σειρά (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν κατόπιν αὐτῶν», Πλούτ.) 2. χρον. ύστερα από κάτι, ακολούθως, μετά (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω κατόπιν» β.… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek